- ἀσύγκρατος
- ἀσύγκρατοςincapable of blendingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] … Dictionary of Greek
ἀσύγκρατον — ἀσύγκρατος incapable of blending masc/fem acc sg ἀσύγκρατος incapable of blending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκράτους — ἀσύγκρατος incapable of blending masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)